- επίλεπτος
- ἐπίλεπτος, -ον (AM)λεπτεπίλεπτος, πολύ λεπτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί (με επιτ. σημ.) + λεπτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίλεπτον — ἐπίλεπτος somewhat light masc/fem acc sg ἐπίλεπτος somewhat light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέπτου — ἐπίλεπτος somewhat light masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέπτων — ἐπίλεπτος somewhat light masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεπτα — ἐπίλεπτος somewhat light neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλεπτύνω — (Α ἐπιλεπτύνω) [επίλεπτος] νεοελλ. κάνω κάτι πιο λεπτό αρχ. 1. ψιλοκοσκινίζω 2. αλείφω ελαφρά την επιφάνεια 3. υποδιαιρώ … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek